- κτένισμα
- τό1) причёска; 2) расчёсывание, причёсывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτένισμα — το (Μ κτένισμα) βλ. χτένισμα … Dictionary of Greek
χτένισμα — και κτένισμα, το / κτένισμα, ΝΜ [χτενίζω / κτενίζω] η τακτοποίηση και περιποίηση τών μαλλιών με χτένα νεοελλ. 1. ο τρόπος διευθέτησης τών μαλλιών, η κόμμωση 2. μτφ. ευτρεπισμός κειμένου … Dictionary of Greek
αφέλεια — η (AM ἀφέλεια, Α και λείη) [αφελής] 1. απλότητα, φυσικότητα 2. (για πρόσωπα) απλοϊκότητα, ευπιστία νεοελλ. πληθ. αφέλειες κτένισμα κατά το οποίο πέφτουν στο μέτωπο, με αφέλεια, τούφες από τα μαλλιά … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek